Γράφει ο Γιώργος Ν. Καπιδάκης
Ιστορικός, Ε. Α. Παν/μίου (Πάτρας).
Η ελληνική κοινωνία στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπως γενικά όλη η κοινωνία του οθωμανικού κράτους, καθορίζεται από την σχέση των μελών της με τις πηγές του πλούτου, που αυτές είναι κατεξοχήν αγροτοποιμενικές με κάποιους θύλακες βιοτεχνικής παραγωγής ή ναυτιλιακών δραστηριοτήτων. Οι εμπορικές εξάλλου δραστηριότητες επιβεβαιώνουν τον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας γιατί το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων προέρχεται από τον αγροτικό τομέα.
Η αγροτική παραγωγή έχει τη μορφή της αγροτικής εκμετάλλευσης. Αν αφαιρέσει κανείς το μέρος της παραγωγής που προορίζεται για τις στοιχειώδεις ανάγκες της οικογένειας του καλλιεργητή, το υπόλοιπο, που συνιστά το πλεόνασμα, το ιδιοποιείται ο κυρίαρχος
με τη μορφή φορολογικών εισοδημάτων και μεριδίου πάνω στο ακαθάριστο εισόδημα:
το τελευταίο συνήθως είναι της τάξης του 1/3 ή του 1/2 (αγροτική εκμετάλλευση τριτάρικη ή μεσιακή ). Κάτω από αυτό το καθεστώς, με καθοδική διακύμανση από τους πρώτους αιώνες προς τους τελευταίους, ζει το 90% περίπου του πληθυσμού.
Αρχικά η οικονομία είναι κλειστή αγροτική, επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διάθεσης των προϊόντων έξω από την περιοχή της παραγωγής. Από τα τέλη του 16ου αιώνα και
κυρίως από τον 17ο με τη διείσδυση του δυτικού εμπορίου στην Ανατολή, με τους εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους που τους εξασφαλίζουν οι διομολογήσεις που συνάπτουν οι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία, Ρωσία κ.λ.π) με το οθωμανικό κράτος, μεγάλες αγροτικές μονάδες (τσιφλίκια), που μπορούν να φτάνουν τις 20.000 στρέμματα, καλλιεργούν μερικά ή στο σύνολό τους προϊόντα που έχουν μεγάλη ζήτηση, όπως σιτάρι, βαμβάκι, σταφίδα, καπνός. Έτσι ευνοήθηκαν οι μονοκαλλιέργειες, που επιτρέπουν τον εκχρηματισμό της οικονομίας, εκτεταμένες δηλαδή συναλλαγές σε χρήμα, το οποίο όμως περνάει σε λίγα χέρια, ενώ στην εσωτερική αγορά διατίθενται λιγότερα και ακριβότερα προϊόντα.
Αυτό το εμπορικό άνοιγμα της αγροτικής οικονομίας, εκτός από τον εκχρηματισμό, προκάλεσε τη μερική εξάρτηση της οικονομίας της Ανατολής από τη Δύση και τη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια των ιδιοκτητών της γης. Η ανάπτυξη του εμπορίου ωστόσο ωφέλησε όχι μόνο τους ξένους αλλά και τους εμπόρους της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους.
Από το 17ο αιώνα, που ουσιαστικά αρχίζει η προκεφαλαιοκρατική οργάνωση της οικονομίας του οθωμανικού κράτους, οι κοινωνικές αντιθέσεις μεγαλώνουν: τους πρώτους αιώνες (αιώνες ακμής) του τιμαριωτικού συστήματος (15ος ,16ος) ο αγρότης προστατεύεται, διατηρώντας δικαιώματα πάνω στη γη που καλλιεργεί. Έχει δικαίωμα να την πουλήσει, να τη δωρίσει, να την αφήσει σε κληρονόμους ή να την αφιερώσει ως βακούφια (τμήμα γης που δινόταν στα θρησκευτικά ιδρύματα).
Η σχέση τιμαριούχου και ραγιά ( καλλιεργητή χωρικού ) ήταν σχέση δημοσίου δικαίου. Ο καλλιεργητής χωρικός διατηρούσε την κατοχή και κάρπωση της γης. Τους τελευταίους αιώνες (αιώνες παρακμής) δημιουργούνται νέα εκτεταμένα αγροκτήματα, τα γνωστά ως τσιφλίκια.
Η σχέση του καλλιεργητή με τον ιδιοκτήτη της γης είναι ιδιωτική, ένα είδος εταιρίας ή ένα είδος εκμισθώσεως, η οποία επιβαλλόταν από τον τσιφλικά, που είχε τη δύναμη στα χέρια του. Ο χωρικός βρισκόταν σε μειονεκτική και απελπιστική θέση χωρίς καμία προστασία. Ο τσιφλικάς (αντίθετα προς τον τιμαριούχο), είχε τη δύναμη να διώχνει τους χωρικούς σε περίπτωση που δεν απέδιδαν πλεόνασμα ή αρνούνταν τους όρους εκμισθώσεως. Ο καλλιεργητής δηλαδή της γης γίνεται κολλίγος, που με την απειλή αποβολής του από τη γη συνεχώς εκβιάζεται να αποδίδει περισσότερο πλεόνασμα. Οι άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν οι χωρικοί αυτοί (κολλίγοι) ήταν και η κυριότερη αιτία που ο αγροτικός πληθυσμός υπήρξε αραιός σε όλη αυτή την περίοδο.
Τον 18ο αιώνα, τα τσιφλίκια μεταβάλλονται σε επιχειρήσεις με πλήρη εκμετάλλευση κεφαλαιοκρατικού τύπου, δηλαδή σε εμπορευματικές αγροτικές μονάδες, οι οποίες στηρίζονται στην εργασία των σκλάβων και όχι ραγιάδων δουλοπάροικων ή ελεύθερων καλλιεργητών.
Το εμπορευματικό τσιφλίκι είναι μια νέα αγροτική μονάδα που δεν είχε καμία σχέση με το hassa ciftlik. Οι μεταβολές στο καθεστώς της αγροτικής ιδιοκτησίας δημιούργησαν ένα πλήθος ακτήμονες που προσφέρονταν ως φτηνή εργατική δύναμη στην αγροτική οικονομία και σε άλλες οικονομικές δραστηριότητες, η οποία άρχισε να λειτουργεί με βάση τη μισθωτική εργασία (αρχές 19ου αιώνα). Οι γενικότερες μεταβολές προς την οργάνωση της μεγάλης ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από το νέο τσιφλίκι, έγιναν ασφαλώς στα πλαίσια της παλαιάς αγροτικής ενότητας που λέγεται χωριό.
Από τις νέες δυνατότητες της οικονομίας ιδιαίτερα ωφελούνται οι Οθωμανοί που γίνονται κύριοι μεγάλων εκτάσεων ή ολόκληρων περιφερειών που το κράτος αναγκάζεται να εκποιήσει για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σε χρήμα. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων ζει εξαθλιωμένη, καθώς συνεχώς της ζητούνται μεγαλύτερα μερίδια, βαρύτεροι φόροι (εκτός από τον κεφαλικό φόρο, το χαράτσι, κύριος φόρος καταβαλλόμενος από τους ραγιάδες ήταν η δεκάτη. Έμμεσες φορολογίες ήταν οι μπιντάτ και ακόμη πλήρωναν έκτακτους φόρους για τη συντήρηση του στρατού, τα αβαρίς) υφίσταται συνέπειες αρπακτικότητας των κρατικών οργάνων και των ληστρικών επιδρομών. Γι΄ αυτούς τους λόγους δεν ευνοήθηκε η δημογραφική εξέλιξη στο οθωμανικό κράτος με ρυθμούς ανάλογους της Ευρώπης και οι Έλληνες χριστιανοί αναγκάστηκαν να οδηγηθούν εκτός της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σήμερα για το που θα αναγκαστούν να πάνε οι Έλληνες ''χριστιανοί'' εδώ που έφθασε η οικονομία μας, και ποιοι μας οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση θα μας το πουν οι Ιστορικοί του μέλλοντος και όχι εγώ.
Βιβλιογραφία:
Κρεμμυδάς Βασίλης, Εισαγωγή στην ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας (1700-1821), Αθήνα : Εξάντας 1976.
Μαργαρίτης Γ.- Μαρκέτος Σπ.- Μαυρέας Κ.- Ροτζώκος Ν. Ελληνική Ιστορία Τόμος Γ΄ Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική ιστορία. ΠΑΤΡΑ: Ε.Α.Π. 1999.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΑ΄ Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
Παναγιωτόπουλος Βασίλης, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, Αθήνα: Ελληνικά γράμματα 2003
0 σχόλια